Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ: ΣΤΙΣ ΜΑΥΡΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΩΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

 Χάδι του αέρα χάδι του κυμάτου τρυφερότερο ποιο; (LXVII)

-LXVIII-

Σωματικής επικράτειας εκτεταμένα διαστήματα, στιγμές ετεροθαλείς, παιγνιώδη αποσπάσματα, αίμα βαρύ και πληγωμένο αίμα, Εποχές, πρόσωπα, γεγονότα, κρυφά και άλεκτα σημεία της ψυχής.

Από τον κόσμο· κι από τον κόσμο των καθημερινών οραμάτων

                             -LXIX-

Η Ποίηση δεν παίζει· αργά ή γρήγορα σοβαρεύεται

με κάποιον τίτλο του ποιήματος, με κάποιο συντριμμένο τέλος.

-LXX-

Η δική μου «πέτρα» δεν είναι τακτοποιημένη μήτε εν ζωή μήτε μετά θάνατον. Η «εκκρεμότητα» πληγή, το αίμα της τρέχει (ακόμη), ασίγαστη και ανένδοτη αφετηρία ονείρων

-LXXΙ-

Θαρρείς η Ποίηση βιολογικό κατάλοιπο της Φϋσης·

μοντέρνο και αειθαλές

πηγάζει από την αιώνια σωματική ανακύκλωση.

-LXXΙΙ-

‘Ασπρα περιστέρια πετώντας στον ήλιο λαμποκοπούν.

Ο καιρός ανοίγει, τα δένδρα ετοιμάζουν το πρώτο φόρεμά τους και περιμένουν ήσυχα, μετά το περσινό κούρσεμά τους, τον νέο ποιητή να τα περιγράψει πάλι.

(Ίσως τίποτε δεν θα ’πρεπε προστατευτικά να ειπωθεί:

ν’ ακουστούνε μόνο τα φτερά των άγραφων ποιημάτων στον αέρα!)

[Σχόλια και αυτοσχόλια για την ποιητική τέχνη και τον ανθρώπινο προσδιορισμό από την ποιητική συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ, εκδόσεις Νεφέλη 2009 - Ονομάστηκαν ΣΤΑΣΙΜΑ (παλιότερα), κάπου στο σκοτεινό Φαράγγι, Εαρινό Φθινόπωρο άλλοτε, Καταφυγή και απαξιωτικός Ψίθυρος τελικά –  στο κέντρο η Ποίηση, η αναγκαιότητα και τα σοβαρά της παιχνίδια ένδον. Φυσικά όλα υπόκεινται, τίποτε δεν ησυχάζει τελεσίδικα∙ μήτε τα πάθη, μήτε η ακύρωσή τους στις αφετηρίες των γραφών και στις προσωπικές κινητοποιήσεις του αναγνώστη. Ας φανταστούμε τον Κόσμο έτσι ]

 


ΣΠΙΘΙΖΕΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΟΤΑΝ Η ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΟ

                             -LΧΧΙΙΙ-

Άλλη εκδοχή που ομολογείται από εχθρούς και φίλους της Ποίησης: η συγκεκριμένη συνείδηση που κυριολεκτεί, τιναγμένη  πέραν του γνωστού κόσμου, στην περιοχή των μελλοντικών διαπιστώσεων της φιλοσοφίας, της επιστήμης και των ανθρωπίνων ιδεών – σχεδόν πάντα!

Σπιθίζει και υπερβαίνει η Ποίηση, όταν η διακρίβωση γίνεται γνώση και θεμέλιο. Το παράδειγμα από τον φυσικό κόσμο: η αράχνη, πολλά χρόνια πριν, ανακάλυψε την εσωτερική κινητικότητα της πέτρας-γαλαξία· έκτοτε τη χρησιμοποιεί στις παγίδες της κατάχαμα (το γνωρίζουμε τώρα)

                             -LΧΧΙV-

Βρίσκει πιο ενδιαφέρουσα τη δύσκολη, την κινδυνεύουσα λογοτεχνία, τη μεταιχμιακή που αποκαλύπτει εκατέρωθεν τα πολύτιμα στοιχεία της ζωής ενώ πλανάται παντού η σκιά του θανάτου.

Για τους ελεφάντινους πύργους δεν γίνεται λόγος.

                             -LΧΧV-

Κάθε γλώσσα ανανεώνεται στο ποίημα της· αναμετράται με τις ατέλειωτες δυνατότητές της. Αόρατη εντολή: Πώς θα νικήσει κάθε ποίημα το θάνατό του.

                             -LΧΧVΙ-

Στις μαύρες παπαρούνες

το κόκκινο χρώμα είναι μια ανάμνηση

                             -LΧΧVΙΙ-

«Πολυπαθής άγνοια» η Ποίηση· μετά

Ποίηση που σβήνει τη μνήμη του κόσμου για να την υπενθυμίσει ξανά πολλαπλασιασμένη.

                             -LΧΧVΙΙΙ-

Το Ποίημα ανήκει στη γλώσσα που γράφεται και στο αίσθημά της.

Πουθενά αλλού· κυρίως αδυνατεί να υπηρετεί σκοπιμότητες.

                             -LΧΧΙΧ-

Το ποίημα, κάθε Ποίημα, τοποθετείται αντίκρυ από την άλλη (εφησυχασμένη) πραγματικότητα· και εγείρεται –εξεγείρεται ενδεχομένως.

                             -LΧΧΧ-

Η πορεία όλο και πιο βαθιά, βαθιά στη χώρα των μυστηρίων, των παράδοξων, των εφτασφράγιστων μυστικών του κόσμου όλου!

Του λησμονημένου πριν, του ανέκφραστου σήμερα, του ανίδωτου μέλλοντος.

                             -LΧΧΧΙ-

Κάποτε το τραγούδι τελειώνει (Δύσκολα αρχίζει)

                             -LΧΧΧΙΙ-

Και όνειρα, όνειρα· και φαντασία παιδική!

Όταν υπάρχουν όνειρα προκύπτουν και οι όποιες ανάλογες πράξεις, απερίσκεπτες έστω – πραγματικότητες είναι που ανεβοκατεβαίνουν επ’ αγαθώ.

                             -LΧΧΧΙΙΙ-

Κανένα άλλοθι δεν σώζει το Ποίημα. Αυτό, μαζί με τον δημιουργό του, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Σαν εκείνη την αίσθηση, της μεταφυσικής του αίματος, που κυλάει μέσα μας και δεν το ξέρουμε ακριβώς.

                             -LΧΧΧΙV-

Μια πιθανή τομογραφία του ποιητικού σώματός του εμφανίζει αρκετές διαστρωματώσεις με κάποια σταθερά σημεία. π.χ. τον επαναστατημένο Έρωτα, την Ουτοπία, το Θάνατο.

                             -LΧΧΧV-

Στον αέρα σπαρταράει πανέμορφος κι ολάκερος ο άγιός του φεγγοβολώντας!

                             -LΧΧΧVI-

Με κάποιους ποιητές ανταμώνουμε συχνά με άλλους ουδέποτε.

                -LXXXVII-

Ο προσωπικός ποιητής ονομάζει διαφορετικά το Σύμπαν·

σχεδόν αντίθετος με την κοινή γλώσσα.

                -LXXXVIIΙ-

Το «πάντα» πάντα κάτι παραχωρεί

και πάντα κατιτί αρνείται

                XC-

Όπου οικοδομείται (συνολικά) ο νεοελληνικός μύθος, οικοδομείται με υλικά ψευδή, απατηλά, κοινωνικά εκτροχιασμένα·  θαρρείς ναρκοθετημένη η σύγχρονη Ελλάδα του μεγαλοϊδεατισμού·  και των καθημερινών μελαγχολικών συμπερασμάτων.

Προς τα πού κατευθύνεται το αφελές, ακούσια ανταποδοτικό Ποίημα;

                -XC-

Αφουγκράσου τη βουερή σιωπή· όλα εδώ είναι τραγουδισμένα!

                -XCΙ-

Άλλο λοιπόν το ποίημα και άλλο η αλήθεια; (Και ποια αλήθεια;) Μήπως η απόλυτη αλήθεια είναι το Ποίημα; Υπάρχει (όταν υπάρχει) και η τρομερή αλήθεια του ποιήματος, που ενδιαφέρει όλον τον κόσμο!

                -XCΙΙ-

Είναι μήπως το χωλαίνον στοιχείο, το φαινομενικά ατελές, το περιττό, η ελλιπής ποιητική συνείδηση; Ό,τι δηλαδή διακόπτει εκείνην τη «συνεχόμενη γοητεία» του ποιήματος είναι λάθος;

Μέγιστα κείμενα του παρελθόντος παρουσιάζουν κι αυτή την αντίφαση, που συμπαρασύρεται από το πλεονάζον μαγικό στοιχείο τους και δεν υπογραμμίζεται το «λάθος» (το εκφραστικό).

Αντίθετα.

                -XCΙΙΙ-

Αφετηρίες, πεδία αγωνιών και αγώνων, τέρματα κατακτήσεις, διαψεύσεις, σύνδρομη χαρμολύπη (όσο αναπνέει) – το παρθένο δάσος του ανείπωτου η πλούσια παρακαταθήκη εκφραστικής εσαεί.

Εκείνα τα μυστικά ολοκληρωμένα ποτέ, λένε, δεν αποκαλύπτονται.

                -XCΙV-

Ο Ποιητής μουντζουρώνοντας το χαρτί έχει (και) την τάση να πολλαπλασιάζει τη μοναξιά του. Με το βλέμμα του, την παρατήρηση, το στοχασμό και τα έμμονα οράματά του, τη σιωπή του που αντέχει.

                -XCV-

Το δώρο της ζωής παντοτινό δεν είναι!

                -XCVΙ-

Κάποια ποιήματα, διπλοκλειδωμένα, προσπαθούν να ψελλίσουν τις άγραφες αλήθειες – όλη την αλήθεια ποιος τη γνωρίζει;

                -XCVΙΙ-

Φαντάζομαι όλη την περιγραφή ως ένα μεγάλο ψέμα, τίποτε πραγματικό (συμβαίνουν έτσι οι γραφές; έρχονται μήπως από άγνωστους δρόμους;)

                -XCVΙΙΙ-

Η απελπισία δεν εμφανίζεται συχνά, σπάνια καταλήγει στην αυτοχειρία – το σχοινί κρέμεται από την οροφή μα δίπλα το παράθυρο με το φως. (Ζωή και θάνατος στον εναλλασσόμενο Χρόνο, μοιάζουν· μα δεν είναι για όλους το ίδιο).

                C-

Όλα τ’ ανθρώπινα μάταια είναι· μα κανείς δεν το πιστεύει.

                -C-

Δεν ξεύρω εάν παίρνουν χαμπάρι οι κριτικοί της Ποίησης τα συμβαίνοντα: πού συνθέτει σκοτεινιασμένα, πού ανοίγει τα χαρτιά του, πού διακωμωδεί τα μέτρα του σονέτου.

                -CΙ-

Σαν η προσωπική γλώσσα ζητούμενο από την αρχή ως τα στερνά κείμενά του. Άλλοι ας ανακαλύψουν τα σημεία. Για κείνον το ένα βήμα προϋποθέτει το άλλο – μια ζωή στραγγαλισμένη, στο χαντάκι πεταμένη διαρκώς.

                        -CII-

Δίκην παλίμψηστου γυρίσματα Εποχών, γκρεμίσματα – ανορθώσεις – επαναλήψεις  - ματαιότητες πιθανόν, τότε μητριαρχία, τώρα παρεμβαλλόμενος φεμινισμός και άλλα (ωσάν παγερά και αδιάφορα σημεία) η Σύμπλευση αποκαλύπτει δεδομένες όλες τις όψεις του κόσμου συχνά υπενθυμίζοντας τα αυτονόητα:

Κάθε πουλί έχει το κλαδί του – και με καμιά διάθεση μονιμότητας πάνω σ’ αυτό.

Όσο ζει κελαηδεί εκεί πάνω

και με τη γλώσσα του.

                -CIII-

Ενιαίος ο χώρος, ο ένας. Μεταξύ μας λοιπόν,

στην ανάσα των στίχων, ένα σωρό παράδοξα και «αμετροεπή».

                -CΙV-

Αναφορά

Τέλειωσε, σκοτείνιασε το φως· τώρα στο θάνατο ζούνε. Άλλοι λιώνουν στο χώμα περαστικοί και διψασμένοι, άλλοι στα «πριόνια» του Ολύμπου περιφέρονται στάχτη κι αέρας γκρίζος – τα ποιήματά τους  ολομόναχα ορφανά ζητιανεύουν το έλεος της μνήμης. Και το μαντάτο μονάχο: ακούει συχνά υποχθόνια τύμπανα.

                -CV-

Όχι στρατηγός όχι στρατιώτης

Άνθρωπος μόνο.

                        -CVI-

ΣΤΑΣΙΜΟ (Σαν αυτοβιογραφία και πυκνή άσκηση ποιητικής)

Ανώνυμα στον ίσκιο της γης, ισόβια φαντάσματα της Ελευθερίας σαν Μαυροβούνι,

σαν άνθη στο καταραμένο φίδι,

σαν άλογα στον Ιππόδρομο και σαν ιδιωτικό νεκροταφείο

ψιλόβροχο και χαιρετισμοί καθώς ελεγείες βροτών, όλα, σαν όλα πριν από το θάνατο και μνήμη ζωής και λύτρα πορθμείων.

Τελικά, ΣΥΝΗΘΕΙΑ  της αιμόφυρτης ΑΓΑΠΗΣ η ΠΟΙΗΣΗ

όταν κάποιος από το βάθος πάντα φωνάζει

-υπήρξα θνητός, θνητός, θνητός κάποτε κόκκινη χλόη.

Με το βιβλίο του Στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο, ο Μάρκος Μέσκος δοκιμάζεται σε μια πυκνή άσκηση ποιητικής, η οποία ανατρέχει στο σύνολο της πενηντάχρονης παραγωγής του, αναδεικνύοντας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της… Με σύντομα, επιγραμματικά σπαράγματα, που μοιάζουν με στίχους οι οποίοι έχουν εκπέσει από μια χαμένη συλλογή και αποκτούν συχνά τη μορφή της ημερολογιακής γραφής, του δοκιμίου ή της φιλολογικής σημείωσης και παραπομπής, ο ποιητής φτιάχνει ένα βιβλίο βασισμένο στην κατασταλαγμένη πείρα, αλλά και στην απροσδιόριστη λογικά μαστοριά του ποιητικού τεχνίτη –ένα βιβλίο που προϋποθέτει τη θεωρία χωρίς να θεωρητικολογεί και μιλάει για το εργαστήριο του καλλιτέχνη χωρίς να αποβάλλει τη μαγική σαγήνη του ποιητή». (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία)

Δευτέρα, 3 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ